Στα γέλια λύνομαι σαν βλέπω τους κοιλόκυρτους καθρέφτες Που βρίσκομαι; Περνά η αλεπού, δίπλα της ο μεσσίας. Μυτάρες, ράμφη κι ανοιχτά στόματα ως τ’ αυτιά Σαν βρέθηκα στο καρναβάλι το χρονιάτικο της Βενετίας. Ο κύκλος γρήγορα ολόγυρα μου κλείνει Με παρασύρουν στο χορό με κέρατα οι διάβολοι, Φαίνεται πως το πρόσωπό μου το αληθινό Ίσως για προσωπίδα πήραν όλοι. Κροτίδες, κομφετί... Όμως δε μου αρέσει κάτι, Οι μάσκες με κοιτάνε με μομφή, Φωνάζουν πως χωρίς ρυθμό χορεύω, Και δεν έχω με τους άλλους που χορεύουν επαφή. Να κάνω τι; Καπνός να γίνω; Η μήπως να γλεντώ εδώ μαζί τους; Ελπίζω κάτω απ’ τις μάσκες των θεριών, Φάτσες ανθρώπινες να υπάρχουν επιτέλους. Όλοι φοράνε μάσκες και περούκες Η μία μάσκα του γνωστού παραμυθιού ο μάγκας, Ο διπλανός μου - λυπημένος αρλεκίνος, Ο άλλος δήμιος και ο κάθε τρίτος βλάκας. Ο ένας προσπαθεί τον εαυτό του ν’ αθωώσει, Άλλος τη φάτσα του να κρύψει κάτω απ’ τη χάσκουσα μάσκα. Και κάποιος πλέον δεν μπορεί να ξεχωρίσει Τη φάτσα του απ’ την μοιραία του τη μάσκα. Μπαίνω στον κυκλικό χορό γελώντας Παρ’ όλα αυτά δεν είμαι ήσυχος και νιώθω ζάλη, Φοβάμαι κάποιον, θα τον αρέσει η μάσκα του δημίου Και δε θα θέλει να τη βγάλει. Μήπως ο αρλεκίνος θα θρηνεί για πάντα Θαυμάζοντας τη μάσκα του τη μελαγχολική; Μήπως ο βλάκας το βλακώδες ύφος θα κρατήσει Τη φάτσα του ξεχνώντας την πραγματική;                
        Πώς να διακρίνω των άνθρωπο τον καλό; Πώς με την σιγουριά τον έντιμο να ξεχωρίσω; Έμαθαν όλοι μάσκες να φοράνε Τα πρόσωπα και τις καρδιές να μην τσακίζουν. Στο μυστικό των προσωπίδων τελικά διείσδυσα Και το συμπέρασμά μου είναι ακριβές: Οι μάσκες της αδιαφορίας για πολλούς Ασπίδα είναι απ’ τις φάπες και φτυσιές.
© Γιώργος Σοϊλεμεζίδης. Μετάφραση, 1997