Την μαύρη μοίρα μ’ μου έσερνα Στης άνοιξης τον πάγο. Ο πάγος όμως έσπασε και ράγισε η καρδιά. Σαν πέτρα βούλιαξε στα νερά Μα η δυστυχία μου αν και βαριά Από την απόκρημνη όχθη αρπάχτηκε. Από την μέρα εκείνη άρχισε η μαύρη μου η μοίρα Σ΄ όλο τον κόσμο να μ’ αναζητά, Ψεύτικες φήμες θέλουνε πως εγώ μαζί της είμαι, Πως ζωντανή ακόμη είμαι, Το ήξερε η έρημη η γη Τ’ ορτύκι με τα ορτύκια. Ένα όμως απ’ αυτά Στον κύριο μου μιλώντας, Με πρόδωσε φλυαρώντας. Κι απ’ την μεγάλη του οργή Ξοπίσω μου ήρθε, Κι η μαύρη μοίρα ήρθε μ’ αυτόν Και δέθηκε μ’ εμένα. Με έφτασε, με πρόλαβε, Μ’ άρπαξε, με σήκωσε στα χέρια. Η μαύρη μοίρα μ’ δίπλα του Στη σέλα χαμογελούσε. Να μείνει δεν μπορούσε για πολύ, Μόνο για μερούλα, Όμως η μαύρη μοίρα μ’ έμεινε για πάντα.
© Δημήτρης Τριανταφυλλίδης. Μετάφραση, 2012