Ηχούν οι σάλπιγγες: γοργά, γοργά! - Μαζεύεται η συνοδεία. Ο αρχηγός των κυνηγών χωρίς καθυστέρηση Τους βοδινούς τένοντες ελέγχει. Τι διασκέδαση κι αυτή των ανθρώπων- Κύκνους λευκούς να σκοτώνουν! Τα βέλη πετάξαν ψηλά... Οι τοξότες το ‘να μάτι δεμένο είχαν, Μα ήταν η πρώτη συνάντηση των κύκνων αυτών. Εκείνη ζούσε απ’ τον ήλιο κάτω - εκεί Όπου αμέτρητα είν’ τα γαλάζια αστέρια, Όπου των μεγάλων πτήσεων Μόνο οι κύκνοι φτάνουν. Τινάχτηκε και δυο φτερούγες άνοιξε, Στο πυκνό τρεμουλιαστό γαλάζιο Γλιστρώντας στου Θεού τις πλαγιές - Σε ύψος τέτοιο, όπου μόνο Άγγελοι κι αναστεναγμοί πετούν.   Μα αυτός ακόμη κι εκεί την πρόφτασε - Για μια στιγμή ευτυχίας μονάχα, Μα ήταν η έντονη κείνη η στιγμή Του κύκνειου άσματος τους... Των φτερωτών αγγέλων συγγενείς, Βούτηξαν προς τη γη - Συνήθειο επικίνδυνο: Πίσω από θάμνους, από πεζούλια πίσω, Οι κυνηγοί παρακολουθούν Η ευτυχία τους μικρή θε’ να είναι. Τον ιδρώτα από το μέτωπο σκουπίζουν, Της πτώσεως οι φταίχτες, Έπιασε κι η τελευταία προσευχή: «Σταμάτα, μια στιγμή!» Έτσι τραγουδήθηκε ο αιώνιος τούτος στίχος Στο απόγειο του κύκνειου άσματος τους - Των ευτυχισμένων η μοναδική στιγμή. Σωριάστηκαν κάτω μαζί, Μα έμειναν για πάντα στον έβδομο Της ευτυχίας τους ουρανό.
© Δημήτρης Τριανταφυλλίδης. Μετάφραση, 2012