Όταν ήμουν ζωντανός είχα ηθική Δεν φοβόμουντις φήμες και τις σφαίρες Δεν χωρούσα σε προκαθορισμένα πλαίσια αλλά μιας και είμαι εδώ στην αιωνιότητα Τα χέρια και τα πόδια κάπως παραλύουν Το μνημείο λέει Αχιλλέας. Δεν μπορώ να ξεφορτωθώ το γρανιτένιο μου σώμα, Δεν μπορώ να αποχωριστώ την πασίγνωστη φτέρνα μου Από αυτή τη δικιά μου τσιμεντένια βάση, Και τα σιδερένια πλευρά μέσα της Την πανοπλία που αισθάνομαι βαριά Στέλνοντας σπασμούς στην πλάτη                                                         Μετά από ένα χρόνο, Πλήθη γύρω μου, Σήμερα το μνημείο θα αποκαλυφθεί Για τους ανθρώπους που ήρθαν, Συνοδεύοντας τα αγαπημένα μου προ-ηχογραφημένα τραγούδια Η σιωπή μου ξαφνικά θρυμματίστηκε ο ενισχυτής ήχησε δυνατά τα φώτα της ράμπας φώτισαντο θεατρικό σκηνικό... Και έτσι, με τις δυνάμεις της μοντέρνας επιστήμης, Η φωνή, κάποτε άφωνη γεμάτη αγωνία Μετατράπηκε σε μια ευχάριστη παραφωνία.                 Ψεύτικα ακούγονται τα δυσοίωνα βήματα του Διοικητή Σκέφτηκα: Ας κάνουμε μια βόλτα Πάνω στο λιθόστρωτο. Και έτσι κι έκανα. Τα πλήθη ζωντάνεψαν Όταντράβηξα απότομα τα καλουπωμένα πόδια μου Οι πέτρες έπεφταν βροχή... Σκύβω μπροστά, εγώ, μια τερατώδης μάζα, Και να προσπαθώ να βγω από το δέρμα μου. Κατρακυλώντας, χτυπάω στο πάτωμα Από τα κουρελιασμένα σπλάχνα μου, κραυγάζω σιωπηρά: «Είμαι εδώ, είμαι ζωντανός!»
               
© ?. Μετάφραση, 2008