Αφήνω πίσω το κελί, τη δίκη Εισαγγελέα, δικηγόρους, δικαστές αντάμα Και καρτερώ και καρτερώ πού θα με ξαποστείλουν Πού θα με ξαποστείλουνε για να δουλεύω τσάμπα. Μάνα μου, άρχισε να θρηνείς Να σκέπτεσαι και ν’ απορείς Πού θα με ξαποστείλουν. Μάνα μου, άρχισε να θρηνείς Κι αν αδιάφορο με βρεις Να αναρωτηθείς πού θα με στείλουν. Ώς το Βορκούτ τα δέματα αργούν Στο Μαγκαντάν πιο γρήγορα, αλλά έλα στα συγκαλά σου Γιατί εκεί τα παλιοτόμαρα θα βρεις, σκύλες και λύκους Πακέτο θες; Θα το πάρεις σαν μπορέσεις να κοιτάξεις τα αφτιά σου. Μάνα μου, άρχισε να θρηνείς Να σκέπτεσαι και ν’ απορείς Πού θα με ξαποστείλουν. Μάνα μου, άρχισε να θρηνείς Κι αν αδιάφορο με βρεις Να αναρωτηθείς πού θα με στείλουν. Και τους ακούω, έρχονται τώρα για να με πάρουν Την πόρτα ανοίγουν, νυσταγμένο με κρατούν Και τώρα να και τώρα να πού θα με πακετάρουν Αν είναι εκεί, αν είναι αλλού δε θέλουν να μου πουν. Μάνα μου, άρχισε να θρηνείς Να σκέπτεσαι και ν’ απορείς Πού θα με ξαποστείλουν. Μάνα μου, άρχισε να θρηνείς Κι αν αδιάφορο με βρεις Να αναρωτηθείς πού θα με στείλουν. Και να στη θέση μας εμείς, στης μοίρας μας το τρένο Μα, δόξα τω Θεώ, από καπνό πάμε καλά. Δεν έκρυψαν ότι στο άγνωστο «κατσαριδο-χάος» μάς κουβαλούν Εκεί που βγαίνουμε Χερσόνησο τη λένε του Κολά. Μάνα μου, άρχισε να θρηνείς Να σκέπτεσαι και ν’ απορείς Πού θα με ξαποστείλουν... Μάνα, σταμάτα να θρηνείς Μάντεψε μόνο να μου πεις Εμένα πότε πίσω θα με στείλουν!
© Γιάννης Κωστακόπουλος. Μετάφραση, 2019