Έχει αυτή καθετί, ανασαίνει στο δικό της το σπίτι Μα εγώ που σε σπίτι νοικιάζω γωνιά Κάθε ώρα ρουφώ παγωνιά Και γι’ αυτή στα κλεφτά σκάω μύτη. Μα αυτή κάθε βράδυ δε σβήνει το φως Μόλις χθες του θυρωρού λύνεται η γλώσσα Λίγο κρασί «τινάζει την μπάνκα». Έχει φίλους αρτίστες αυτή και γνωστό ηθοποιό στην Ταγκάνκα. Και μετά στα νέα μετά Όπως πάντα μαθαίνεις τα ωραία. Αδελφό έχει παίχτη αυτή στη μεγάλη Σπαρτάκ Και πατέρα στο Υπουργείο Οικονομικών γραμματέα. Θα της πω το ποδόσφαιρο πόσο αγαπώ Της Σπαρτάκ οπαδός και στ’ αδέλφι της φίλος Θα της πω πως τους φόρους μου πάντα ξοφλώ Πως για κείνη και στο ΜΧΑΤ θα γενώ θεατρίνος. Βάζει αυτή το πρωί Στο περβάζι γεράνι για χρώμα Τις κουρτίνες κρατά ανοιχτές, μα στο δικό μου παράθυρο σκόνη Σκόνη πηχτή, παχύ στρώμα που έγινε χώμα. Τίποτε! Τίποτε πια! Στο λόττο τα έπαιξα όλα. Κι αφού δίκιο δε βλέπεις στον κόσμο αυτόν Θα επιμείνω, να κερδίσω μπορεί, ναι, μπορεί Αυτοκίνητο «Βόλγα».
© Γιάννης Κωστακόπουλος. Μετάφραση, 2019