Δε σε μοιράσαμε, δε φτάσαμε σε χάδια Κι ό, τι αγαπήσαμε είναι πίσω μαζί σου Μες στην ψυχή μου την εικόνα σου κλείνω πια, Βάλια Κι ο Λιόσια χάραξε στο στήθος τη μορφή σου. Στο μισεμό χαιρετηθήκαμε στο τρένο Ώς το κουφάρι μου, τι άλλο να υποσχεθείς; δε θα με βρει στιγμή, σου λέω, ξεχασμένο «Και παραπάνω εμένα», είπε ο Λιόσια ευθύς. Και τώρα κρίνε ποιος απ’ τους δυο σου πάει Ξεχώρισε, αν μπορείς, ποιος δύσκολα περνά Αυτός που τη μορφή σου στο στήθος του φοράει Ή εγώ που σε κρατώ για χρόνια στην καρδιά. Κι όταν σε απόγνωση η κατάθλιψη με ρίξει Μάθε κι ας μη σε χολοσκά το βίτσιο μου αυτό Ζητώ απ’ τον Λιόσια το πουκάμισο ν’ ανοίξει Και τη μορφή σου ώρες ατέλειωτες κοιτώ, κοιτώ. Πριν μέρες ένας φίλος μ’ έδεσε μαζί σου Έστησε τέχνη που μου πήρε τον καημό Αντέγραψε απ’ τον Λιόσια τη μορφή σου Και στο δικό μου στήθος άναψε τον βωμό. Να ρίχνεις φίλους είναι άδικο, πολύ πονάει Όμως πιο κοντινή μου εσύ των κοντινών Και το δικό μου (το δικό σου) τατουάζ μού πάει Δείχνει πιο όμορφο απ’ ό, τι έδειχνε σ’ αυτόν!
© Γιάννης Κωστακόπουλος. Μετάφραση, 2019