Ωχ, πού βρέθηκα χθες, θα μου μείνει η απορία! Θυμάμαι μόνο τοίχους με ταπετσαρία. Η Κλαυδία και μια φίλη της ήταν εκεί, να! Φιλήθηκα και με τις δύο μες στην κουζίνα. Ξύπνησα το πρωί Αφήστε να σας πω: Την οικοδέσποινα άρχισα να βρίζω Τραγούδια να φαλτσάρω Ναι, έτρεχα γυμνός Όλους να τους φοβερίσω Είναι ο πατέρας μου τους λέω στρατηγός. Την πουκαμίσα σκίζω και το στήθος μου χτυπώ Ανάσα στους καλεσμένους - έλεγαν - πως δε δίνω Φαίνεται πως όλοι σας μ’ έχετε προδώσει Αλυχτώ κι ωραία τους στολίζω. Αλλά μετά να πίνω σταματώ Γιατί έπιασα πάτο Αρχίζω κρύσταλλα χάμω Να πετώ, να σπάω Χύνω στον τοίχο το κρασί Το παραθύρι σπάζω Και το σερβίτσιο του καφέ Κάτω πετάω. Κανείς δεν μπόρεσε λέξη να μου πει Μαζευτήκαν όλοι γύρω μου με σταυρωμένα χέρια Προσποιούνταν πως οπισθοχωρούν Μα δίχως καθυστέρηση έβγαλαν μαχαίρια. Μου φτύνει ένας το πρόσωπο Στο στόμα βότκα ο άλλος χύνει Μες στην κοιλιά κάποιος χορευτής Μια κλωτσιά μού δίνει Μόνο τη χήρα αυτή τη νεαρή Η πίστη για τον άντρα της δεν την εγκαταλείπει (Μία ζωή την έχουμε) Δείχνει για μένα λύπη. Με άχρηστο μούτρο μελανί πέρασα στην κουζίνα Καμώνομαι πως φτιάχνομαι «Διαλυθείτε!», ούρλιαζα, χτύπησα τα κουδούνια. Σκορπίστηκαν, μα κράτησαν κρυμμένα τα πιρούνια. Κι εκεί αρχίζει ο χορός Δε θα το δεις γραμμένο Δύναμη από πού αντλώ; Να βγαίνω χειροδύναμος Θηρίο που ματώνει Εκεί έκανα και το θαύμα μου Σπάζω πορτοπαράθυρα Και ρίχνω το μπαλκόνι. Ωχ, πού ήμουνα χθες, να θυμηθώ απ’ τα αδύνατα Σε μια φλογάτη μέρα θυμάμαι μόνο τοίχους με ντύματα... Μου απέμεινε πρόσωπο χτυπημένο με τραύματα Και πώς και πού τώρα να βγω με τόσα χτυπήματα; Αν είναι αλήθεια αυτό Στο ένα τρίτο μπορεί Απομένει: Να αναμένω το τέλος εδώ Το καλό πως η χήρο μ’ αυτά επιβίωσε Με λυπήθηκε Και με σπίτωσε.
© Γιάννης Κωστακόπουλος. Μετάφραση, 2019